- αδενογραφία
- η Ιατρ.η ακτινολογική απεικόνιση ενός αδενικού οργάνου (π.χ. μαστογραφία) ή τών πόρων του ύστερα από έγχυση σκιαγραφικής ουσίας (π.χ. λεμφαδενογραφία, σιαλογραφία).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek